- υφάπτομαι
- Νβλ. υφάπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυφάπτω — Α (συν. το παθ.) προσυφάπτομαι δένομαι, στερεώνομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφάπτομαι «δένομαι, σφίγγομαι»] … Dictionary of Greek
υφάπτω — ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α [ἅπτω] νεοελλ. 1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι (αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω 2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη (ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετος μσν. αρχ. καίω, πυρπολώ κάτι… … Dictionary of Greek